Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

εξαντλώ τελειώνω

  • 1 исчерпать

    исчерпать, исчерпывать εξαντλώ τελειώνω (закончить)
    * * *
    = исчерпывать
    εξαντλώ; τελειώνω ( закончить)

    Русско-греческий словарь > исчерпать

  • 2 истощать

    истощ||а́ть
    несов
    1. (изнурять) ἐξαντλώ·
    2. (растрачивать) ἐξαντλῶ, τελειώνω:
    \истощать запасы ἐξαντλώ τά ἀποθέματα· \истощать терпение ἐξαντλώ τήνὐπομονή.

    Русско-новогреческий словарь > истощать

  • 3 исчерпать

    исчерпать
    сов, исчерпывать несов
    1. (израсходовать) ξοδεύω, ξοδιάζω, ἐξαντλώ·
    2. перен ἐξαντλώ, τελειώνω, φέρνω είς πέρας:
    \исчерпать повестку заседа́ния ἐξαντλώ τήν ἡμερησία διάταξη τῆς συνεδρίασης· вопрос исчерпан τό ζήτημα ἐξαντλήθηκε.

    Русско-новогреческий словарь > исчерпать

  • 4 прикончить

    ρ.σ.μ.
    1. τελειώνω, παύω, σταματώ κόβω•

    прикончить спор σταματώ τη συζήτηση.

    || εξαντλώ, τελειώνω, (απο)σώνω, νετάρω.
    2. αποτελειώνω, αποσκοτώνω.
    τελειώνω, σταματώ, παύω κόβω.

    Большой русско-греческий словарь > прикончить

  • 5 исчерпать

    ρ.σ.μ. εξαντλώ• καταναλώνω, ξοδεύω, τελειώνω•

    исчерпать весь запас εξαντλώ όλο το απόθεμα•

    силы исчерпаны οι δυνάμεις εξαντλήθηκαν•

    исчерпать средства εξαντλώ τα μέσα•

    исчерпать вопрос εξαντλώ το θέμα•

    исчерпать повестку дня εξαντλώ την ημερήσια διάταξη.

    εξαντλούμαι• καταναλώνω, ξοδεύομαι, τελειώνω.

    Большой русско-греческий словарь > исчерпать

  • 6 истереть

    изотру, изотрёшь, παρλθ. χρ..истер
    -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. истертый, βρ: -рт, -а, -о,
    επιρ. μτχ. истерши κ. истерев ρ.σ.μ.
    1. τρίβω όλο ως το τέλος•

    -сыр на тёрке τρίβω όλο το τυρί στον τρίφτη.

    || καταναλώνω, εξαντλώ, σώνω τρίβοντας•
    2. φθείρω με την τριβή. || κάνω πληγή τρίβοντας.
    3. εξαφανίζω• ομαλύνω• σβήνω τρίβοντας.
    φθείρομαι εντελώς, εξαντλούμαι, σώνομαι•

    подошва -лась η σόλα τρίφτηκε•

    резинка -лась το σβηστήρι σώθηκε•

    пиджак -ся το σακκάκι τρίφτηκε (έλιωσε).

    || καταστρέφομαι, εξαφανίζομαι,•σβήνομαι•

    надпись на монете -лась η επιγραφή στη μονέδα σβήστηκε.

    Большой русско-греческий словарь > истереть

См. также в других словарях:

  • τελειώνω — τελειῶ, όω, ΝΜΑ, και τελεῶ Α [τέλειος] φέρνω εις πέρας, περατώνω, συμπληρώνω, ολοκληρώνω κάτι (α. «τελείωσε τις σπουδές του στο εξωτερικό» β. «τελειώσω αὐτοῡ τὸ ἔργον», ΚΔ γ. «τελειώσαντες τὰς σπονδάς», Θουκ.) νεοελλ. 1. (μτβ.) καταναλώνω εξ… …   Dictionary of Greek

  • εξαντλώ — εξάντλησα, εξαντλήθηκα, εξαντλημένος, μτβ. 1. αντλώ ως το τέλος, εκκενώνω, αδειάζω. 2. μτφ., καταναλώνω κάτι τελείως, το τελειώνω εντελώς, κατασπαταλώ: Εξάντλησε την περιουσία του στη χαρτοπαιξία. 3. μτφ., εξασθενίζω, προκαλώ σωματική κατάπτωση,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τελειώνω — τέλειωσα και τελείωσα, τελειώθηκα, τελειωμένος 1. φέρνω σε τέλος, περατώνω: Τέλειωσα το γράψιμο. 2. εξαντλώ, ξοδεύω κάτι ολόκληρο: Το τελειώσαμε το ψωμί. 3. αμτβ., φτάνω στο τέλος, περατώνομαι: Τελείωσε το μάθημα. 4. αποκάμνω, πεθαίνω: Τέλειωσα,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σώνομαι — σώνομαι, σώθηκα, σω(σ)μένος βλ. πίν. 4 (και ως απρόσ. σώνει) Σημειώσεις: σώνω, σώνομαι : εκτός από την έννοια του σώζω, έχει και τις έννοιες → εξαντλώ, τελειώνω κάτι ή προφταίνω, προλαβαίνω να κάνω κάτι. Με αυτές τις σημασίες συνήθως απαντάται… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • σώνω — σώνω, έσωσα βλ. πίν. 3 Σημειώσεις: σώνω, σώνομαι : εκτός από την έννοια του σώζω, έχει και τις έννοιες → εξαντλώ, τελειώνω κάτι ή προφταίνω, προλαβαίνω να κάνω κάτι. Με αυτές τις σημασίες συνήθως απαντάται και η μτχ. σωμένος. Το απρόσ. σώνει →… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αποκάμνω — (AM ἀποκάμνω) καταπονούμαι από μια εργασία ή ενέργεια, εξαντλούμαι μσν. νεοελλ. 1. (για καρποφόρα δέντρα) παύω να καρποφορώ 2. πεθαίνω 3. τελειώνω εντελώς, συμπληρώνω κάτι 4. αποφασίζω κάτι για κάποιον και το εκτελώ νεοελλ. 1. παύω να υπάρχω,… …   Dictionary of Greek

  • νετάρω — 1. φέρω εις πέρας, τελειώνω 2. εξαντλώ κάτι («τά νετάραμε τα τρόφιμα») 3. εξαντλούμαι, αποκάμνω 4. τακτοποιώ εκκρεμείς λογαριασμούς που έχω με κάποιον, εξοφλώ 5. κάνω ευκρινή την εικόνα ή το είδωλο, σε φωτογραφική ή κινηματογραφική μηχανή καθώς… …   Dictionary of Greek

  • προστελεύω — και προφτελεύω Ν διαρκώ, διατηρούμαι («δεν τού προστελεύει τίποτε»). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + τελεύω «τελειώνω σώνομαι» και ως μεταβατικό «εξαντλώ»] …   Dictionary of Greek

  • αποσώνω — ωσα, ώθηκα, ωσμένος 1. τελειώνω, συμπληρώνω: Δε θέλησε ν αποσώσει την κουβέντα του. 2. εξαντλώ τελείως, καταναλώνω εντελώς: Δεν περίμενα ν αποσωθεί τόσο νωρίς το λάδι μας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νετάρω — (λ. ιταλ.), νετάρισα και νέταρα 1. μτβ., τελειώνω κάποιο έργο. 2. εξαντλώ κάτι ολότελα. 3. αμτβ., μένω απένταρος, διαθέτω ή χάνω όλα τα χρήματά μου: Εγώ νετάρισα και αποχωρώ από το παιχνίδι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»